γεροντοπαλίκαρο

γεροντοπαλίκαρο
το άντρας προχωρημένης ηλικίας που έμεινε άγαμος: Φοβόταν τις δεσμεύσεις και έμεινε γεροντοπαλίκαρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κόνγκριβ, Γουίλιαμ — (William Congreve, Μπάρντσι, Γιορκσάιρ 1670 – Μπαθ 1729). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και λογοτέχνης. Σπούδασε στην Ιρλανδία μαζί με τον Τζόναθαν Σουίφτ και αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στο θέατρο. Ύστερα από δύο κωμωδίες, Το γεροντοπαλίκαρο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”